διάζωσμα

διάζωσμα
διάζωσμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάζωσμα — διάζωσμα, το (Α) [διαζωννύω] 1. η ζώνη 2. το διάζωμα 3. η ζωφόρος ή το γείσο …   Dictionary of Greek

  • διαζώσμασι — διάζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματα — διάζωσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματος — διάζωσμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”